- μειλικτήριος
- μειλικτήριος, -ον (Α)1. αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να πραΰνει, εξιλεωτικός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μειλικτήριαεξιλεωτικές ή εξιλαστήριες θυσίες («ἅπερ νεκροῑσι μειλικτήρια, βοός τ' ἀφ' ἁγνῆς λευκόν... γάλα», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μειλίσσω «ευφραίνω» + επίθημα -τήριος (πρβλ. καθαρ-τήριος)].
Dictionary of Greek. 2013.